ΚΕΔΑΣΥ Κεφαλληνίας: Να αγαπώ και να αποδέχομαι το παιδί μου όπως είναι
Η γονεϊκή αγάπη προς τα παιδιά είναι ένα συναίσθημα φυσικό, σχεδόν αυτονόητο. Θέλουμε να τα βλέπουμε να προοδεύουν, να τα καταφέρνουν, να είναι ευτυχισμένα. Όμως, κάπου ανάμεσα στην αγάπη και στην επιθυμία μας να «πετύχουν», μπορεί να χαθεί κάτι εξίσου σημαντικό: η αποδοχή. Γιατί η αληθινή αγάπη δεν εκφράζεται μόνο όταν το παιδί μας τα πηγαίνει καλά, αλλά κυρίως όταν δεν τα καταφέρνει όπως θα θέλαμε, όταν είναι διαφορετικό, όταν παλεύει, όταν ακολουθεί τον δικό του δρόμο.
Η αποδοχή είναι μια από τις πιο δύσκολες, αλλά και πιο λυτρωτικές πράξεις της γονεϊκότητας. Δεν σημαίνει ότι σταματάμε να έχουμε προσδοκίες ή να ενθαρρύνουμε το παιδί να εξελίσσεται. Σημαίνει ότι το αγαπάμε χωρίς όρους, ότι το βλέπουμε και το σεβόμαστε όπως πραγματικά είναι, όχι όπως είχαμε φανταστεί ότι θα γίνει. Είναι το σημείο όπου η αγάπη παύει να εξαρτάται από την επίδοση, τη συμπεριφορά ή τη «συμμόρφωση», και γίνεται ανιδιοτελής.
Πολλοί γονείς κουβαλούν μέσα τους μια εικόνα για το παιδί που ονειρεύτηκαν. Ίσως το φαντάζονταν καλό μαθητή, κοινωνικό, δραστήριο, με σαφή πορεία και επιτυχίες. Όταν, όμως, η πραγματικότητα αποδεικνύεται διαφορετική, όταν το παιδί δυσκολεύεται στα μαθήματα, όταν δείχνει αδιάφορο, όταν προτιμά τη ζωγραφική, τη μουσική ή τα ηλεκτρονικά αντί για το διάβασμα, τότε γεννιέται απογοήτευση, άγχος, φόβος. Αυτά τα συναισθήματα είναι απολύτως φυσιολογικά. Εκφράζουν την ανησυχία μας για το μέλλον του παιδιού και την ανάγκη μας να το δούμε να «τα καταφέρνει». Όμως, αν μείνουμε παγιδευμένοι σ’ αυτά, κινδυνεύουμε να το κάνουμε να αισθανθεί ότι δεν είναι αρκετό όπως είναι.
Η αποδοχή αρχίζει τη στιγμή που ο γονιός αναγνωρίζει ότι κάθε παιδί είναι διαφορετικό και έχει τη δική του πορεία. Κάποια παιδιά «ανθίζουν» στο σχολείο, άλλα παιδιά στη δημιουργία, στις τέχνες, στην κοινωνικότητα ή στη φαντασία. Η αξία τους δεν μετριέται από τους βαθμούς ή τα επιτεύγματα, αλλά από το ποια είναι ως άνθρωποι. Όταν ένας γονιός βλέπει πίσω από την επίδοση, ανακαλύπτει το παιδί του αληθινά, τις ευαισθησίες του, τη δημιουργικότητά του, την καλοσύνη του, το χιούμορ του. Και τότε η σχέση τους αλλάζει, γίνεται πιο βαθιά, πιο αυθεντική.
Πολλές φορές, από αγωνία, οι γονείς προσπαθούν να κινητοποιήσουν το παιδί με λόγια που τελικά το πληγώνουν, «Δες τον ξάδερφό σου, εκείνος διαβάζει!» ή «Αν προσπαθούσες λίγο περισσότερο, θα τα κατάφερνες!» είναι φράσεις που ακούγονται συχνά με καλή πρόθεση, αλλά το μήνυμα που λαμβάνει το παιδί είναι «Δεν είμαι αρκετά καλός». Οι συγκρίσεις, η πίεση και η συνεχής υπενθύμιση της «αδυναμίας» του δημιουργούν στο παιδί ντροπή και άγχος ή και θυμό. Αντί να το ενθαρρύνουν, το απομακρύνουν, το κάνουν να πιστεύει πως η αγάπη κερδίζεται μόνο με την επιτυχία.
Η αποδοχή δεν σημαίνει παραίτηση ή αδιαφορία. Δε σημαίνει ότι αφήνω το παιδί να κάνει ό,τι θέλει ή ότι δεν το βοηθώ να εξελιχθεί. Αντίθετα, σημαίνει ότι στέκομαι δίπλα του με κατανόηση, χωρίς να το μειώνω. Το βοηθώ να βρει τον δικό του τρόπο να μάθει, να εκφραστεί, να προχωρήσει. Όταν ένα παιδί νιώθει ότι το αγαπούν όπως είναι, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, βρίσκει μέσα του τη δύναμη να προσπαθήσει. Δε φοβάται την αποτυχία, γιατί ξέρει ότι δεν απειλεί την αγάπη των γονιών του. Νιώθει ασφαλές να δοκιμάσει, να κάνει λάθη, να μάθει, και αυτή η ασφάλεια είναι το πιο ισχυρό θεμέλιο για την αυτοεκτίμησή του.
Η αποδοχή είναι επίσης στάση καθημερινής ζωής. Φαίνεται στις μικρές στιγμές: στο βλέμμα του γονιού που δεν απογοητεύεται εύκολα, στο χαμόγελο που δείχνει «σε πιστεύω», στο «μπράβο που προσπάθησες», στο άγγιγμα που λέει «είμαι εδώ». Είναι το κλίμα μέσα στο σπίτι που κάνει το παιδί να νιώθει ότι δεν χρειάζεται να υποδύεται κάποιον άλλο για να αξίζει αγάπη και σεβασμό. Εκεί, μέσα σ’ αυτή την ασφάλεια, «ανθίζει» η προσωπικότητά του.
Δεν είναι εύκολο για κάθε γονιό να φτάσει σε αυτό το σημείο. Μερικές φορές, πίσω από τη δυσκολία να αποδεχθεί το παιδί του, υπάρχει η δική του κούραση, ο φόβος ή η ενοχή. Μπορεί να αισθάνεται ότι απέτυχε, ότι δεν έκανε κάτι σωστά. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν φταίει. Ούτε ο γονιός, ούτε το παιδί. Οι άνθρωποι γεννιούνται διαφορετικοί, με δικά τους χαρίσματα, ρυθμούς και τρόπους μάθησης. Ο ρόλος του γονιού δεν είναι να «διορθώσει» το παιδί, αλλά να το γνωρίσει, να το κατανοήσει και να το καθοδηγήσει με σεβασμό.
Η αποδοχή του παιδιού ξεκινά, στην πραγματικότητα, από την αποδοχή του εαυτού μας. Όσο πιο συμφιλιωμένοι είμαστε με τα δικά μας λάθη και τις δικές μας αδυναμίες, τόσο πιο εύκολα μπορούμε να δεχτούμε και τις αδυναμίες του παιδιού μας. Όταν σταματήσουμε να κυνηγάμε την τελειότητα και θυμηθούμε πως η αγάπη δε χρειάζεται προϋποθέσεις, τότε μπορούμε πραγματικά να συνδεθούμε μαζί του και αυτή η σύνδεση είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορούμε να του χαρίσουμε.
Τα παιδιά δε χρειάζονται γονείς αλάνθαστους, αλλά γονείς παρόντες, ζεστούς και ειλικρινείς. Χρειάζονται να ξέρουν πως, ακόμη κι αν δυσκολεύονται, ακόμη κι αν δεν είναι οι «πρώτοι» ή οι «καλύτεροι», παραμένουν αγαπητά, πολύτιμα και σεβαστά. Όταν ένα παιδί νιώθει έτσι, μαθαίνει να αγαπά και τον εαυτό του. Δε φοβάται τη ζωή, δεν ντρέπεται για τη διαφορετικότητά του, δε συγκρίνεται διαρκώς με τους άλλους. Μαθαίνει να στηρίζεται στα δυνατά του σημεία και να εξελίσσεται με τον δικό του ρυθμό.
Η αποδοχή είναι, τελικά, πράξη βαθιάς αγάπης και αυτογνωσίας. Είναι η στιγμή που ο γονιός λέει, με λόγια ή με τη στάση του: «Σε βλέπω, σε ακούω, σε καταλαβαίνω. Δε χρειάζεται να είσαι κάτι άλλο για να σε αγαπώ». Είναι η στιγμή που η αγάπη παύει να είναι συναλλαγή και γίνεται αγκαλιά. Και εκεί, μέσα σ’ αυτή την αγκαλιά, το παιδί νιώθει ελεύθερο να γίνει ο εαυτός του.
Κάθε παιδί αξίζει να μεγαλώνει με αυτό το μήνυμα: «Είσαι αρκετός, όπως είσαι». Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να πιστέψει στις δυνάμεις του, να αναπτύξει τα ταλέντα του και να βρει τη θέση του στον κόσμο. Η αποδοχή δεν αλλάζει μόνο το παιδί, αλλάζει και τον γονιό, τον κάνει πιο ήρεμο, πιο ανοιχτό, πιο συμπονετικό. Τον βοηθά να δει πως η αγάπη δε χρειάζεται επιτυχίες για να είναι αληθινή, αλλά στην πραγματικότητα χρειάζεται μόνο παρουσία, σεβασμό και μια καρδιά που παραμένει ανοιχτή. Ίσως, στο τέλος, αυτή να είναι η πιο ουσιαστική μορφή αγάπης, να κοιτάς δηλαδή το παιδί σου και να του λες με όλη σου την ψυχή «Σε αγαπώ, ακριβώς όπως είσαι».
Γκούθας Ιωάννης
Ψυχολόγος ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. Κεφαλληνίας
Νοέμβριος 2025

















