"Στα εγκαίνια της έκθεσης για την Ντιάνα Αντωνακάτου"

Ομιλία Ηλία Μπεριάτου
Στα εγκαίνια της έκθεσης για την Ντιάνα Αντωνακάτου
Η πρώτη επαφή μου με το «φαινόμενο» Ντιάνα, ήταν στις περίφημες καλοκαιρινές εκθέσεις ζωγραφικής στο Δημαρχείο Αργοστολίου στην δεκαετία του’60, όπου ‘πρωταγωνιστούσε’ στα εικαστικά γεγονότα μαζί με τον αξέχαστο Γιάννη Πεταλούδη και άλλους αξιόλογους κεφαλονίτες καλλιτέχνες.
Η Ντιάνα Αντωνακάτου -ζωγράφος, συγγραφέας, ιστορική ερευνήτρια- ήταν μια πολυτάλαντη, πολύπλευρη και πολυδιάστατη προσωπικότητα. Ήταν μια πραγματική περιηγήτρια του 20ου (και του 21ου !) αιώνα τόσο στο γεωγραφικό χώρο όσο και στον ιστορικό χρόνο. Είχε την τύχη να έχει διάρκεια και διαχρονικότητα στη δημιουργική πορεία και δράση της. Έτσι, στο τελευταίο της λεύκωμα με χαρακτηριστικά έργα από τις ατομικές εκθέσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών της ζωής της (είκοσι καλοκαίρια στα Βιλατώρια) ξανάρχεται και επισκέπτεται τους γνώριμους τόπους των νησιών μας με ένα πιο ώριμο βλέμμα που προκαλεί συνειρμούς σε σχέση με τις εικαστικές της δημιουργίες των πρώτων περιόδων. Γι’ αυτό και θα άξιζε πράγματι μια συγκριτική μελέτη μεταξύ της εικοσαετίας 1960-80 και της εικοσαετίας 1990-2010, μεταξύ της ‘πρώϊμης’ και της ‘ύστερης’ Ντιάνας.
Η Ντιάνα Αντωνακάτου υπήρξε ο κατ’ εξοχήν ζωγράφος του κεφαλονίτικου, του επτανησιώτικου, του ελληνικού, του μεσογειακού τοπίου. Αυτό το τοπίο, το οποίο έχει σμιλευτεί από τις δραστηριότητες των ανθρώπων που έζησαν τους περασμένους αιώνες στα νησιά μας, έχει αποτυπωθεί σε όλες του τις εκφάνσεις από το χρωστήρα της Ντιάνας με μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο.
Σήμερα το τοπίο δεν θεωρείται πλέον ένα «είδος πολυτελείας», δεν κρίνεται με όρους ασχήμιας ή ομορφιάς. Είναι πρωτίστως ένα στοιχείο της πολιτιστικής και ιστορικής μας κληρονομιάς. Ένα στοιχείο της ταυτότητας του τόπου, ένα στοιχείο της τοπικής μας κουλτούρας, όποια κι’ αν είναι αυτή. Το τοπίο «εισπράττεται» ατομικά και συλλογικά από τους κατοίκους και τους επισκέπτες μιας περιοχής μέσα από μια διαδικασία ψυχολογικού, κοινωνικού και ανθρωπολογικού χαρακτήρα που περιλαμβάνει τα στάδια της ‘πρόσληψης’, της ‘ερμηνείας’, της ‘αναπαράστασης’ . Η διαδικασία αυτή, γίνεται επίσης και μέσω του εικαστικού καλλιτέχνη, ο οποίος, στο πλαίσιο του κοινωνικού του ρόλου, δεν εκφράζει μόνον τις δικές του ιδέες και συναισθήματα, αλλά και εκείνα της κοινωνίας της εποχής του. Εκφράζει συχνά το συλλογικό υποσυνείδητο.
Η τοπιογραφία της Ντιάνας Αντωνακάτου, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μια σιωπηλή μορφή διαμαρτυρίας και καταγγελίας για την ασέλγεια και το βιασμό που γίνεται σήμερα στο παραδοσιακό κεφαλονίτικο τοπίο από κατασκευές και επεμβάσεις παντός είδους. Οι παραπάνω όροι είναι επιεικείς σε σχέση με την έκταση και την ένταση του φαινομένου αυτού. Ουσιαστικά πρόκειται για το ‘Greatest kitsch’- όπως υποδηλώνει εύστοχα ο τίτλος μιας πρόσφατης εικαστικής έκθεσης. Είναι αυτό που κατ’ άλλους αποκαλείται ένα απέραντο ‘Βλαχο-ΛαςΒέγκας’. Είναι το σημερινό τοπίο που αρχίζει να διαμορφώνεται και στον τόπο μας ως αποτέλεσμα των αναπτυξιακών μας επιλογών.
Το μεγάλο κατόρθωμα της Ντιάνας Αντωνακάτου είναι ότι απέδωσε με ξεχωριστή ενάργεια την πνευματικότητα του κεφαλλονίτικου τοπίου. Ο φιλόσοφος Χέγκελ έλεγε ότι η τέχνη πνευματοποιεί το αισθητό και αισθητοποιεί το πνευματικό. Στην περίπτωση της Ντιάνας νομίζω ότι ισχύει απόλυτα το πρώτο. Και ο αείμνηστος Παναγιώτης Μιχελής, καθηγητής μορφολογίας στην αρχιτεκτονική σχολή του ΕΜΠ, συνήθιζε να λέει ότι σε κάθε τέχνη είναι απαραίτητο να συνδιαλέγονται δύο μέρη: Ο ‘Γόης’ που είναι ο καλλιτέχνης - δημιουργός και ο ‘Γοητευόμενος’ που είναι ο χρήστης (θεατής ή/και ακροατής) του καλλιτεχνικού αγαθού. Αυτή η σχέση είναι εξαιρετικά έντονη και διακριτή στην περίπτωση της Ντιάνας η οποία είναι όντως η μεγάλη ‘Γόησσα’ και όλοι εμείς οι ‘Γοητευόμενοι» από την τέχνη της, ο καθένας με τον τρόπο του.
Κουρκουμελάτα 30-8-2025
Ηλίας Μπεριάτος