Η ιστορία του Νικόλα από τα Κουβαλάτα

Τελευταία ενημέρωση: Πέμπτη, 10 Ιανουαρίου 2019 13:16

Η ιστορία του Νικόλα από τα Κουβαλάτα

Η ιστορία του Νικόλα από τον Μπάμπη Γαλανό

 Θα μπορούσε να ήταν ιστορία του Φώτη,του Σταύρου,του Γεράσιμου...Ιστορίες παρόμοιες. Βίοι παράλληλοι. Ιστορίες απλών ανθρώπων,βιοπαλαιστών χωρίς ίσως τίποτα το συγκλονιστικό,αλλά μοναδικές αφού η κάθε ζωή μοναδική είναι. Ένας φόρος τιμής μια απόπειρα μνήμης...

           Ο Νικόλας γεννήθηκε στα Κουβαλάτα το έτος 1898.Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας  του Διονύση και της Μαρίας. Είχε ένα αδελφό και δύο αδελφές. Η οικογένεια του όπως όλες σχεδόν στο χωριό ασχολείται με τα χωράφια,λίγες ελιές,κάποια αμπέλια, μερικά ζώα. Μικρός ο κλήρος,κάποια αρμάκια εδώ και εκεί. Από εργαλεία κυριαρχεί το ξινάρι και το αλέτρι. Έτσι ήταν η γεωργία τότε,όλα με το χέρι, ήχος μηχανής δεν ακούγεται πουθενά.

           Ο Νικόλας σε ηλικία 5 ετών αρρώστησε από τύφο. Με δυσκολία κρατήθηκε στη ζωή. Όμως η φοβερή ασθένεια του άφησε αναπηρία για όλη του τη ζωή. Έμεινε κουτσός και το πέλμα του αριστερού ποδιού του ήταν παραμορφωμένο. Εγώ, για αρκετά χρόνια δεν είχα προσέξει το πρόβλημα. Τον είχα συνηθίσει έτσι. Όμως, η κακεντρέχεια κάποιων μου το θύμιζε χωρίς να επηρεάζει σε τίποτα την αγάπη για εκείνον.

           Ο Νικόλας ήταν έξυπνο παιδί. Τελείωσε το τετρατάξιο δημοτικό σχολείο στο χωριό γιατί τότε όλα τα χωριά είχαν δημοτικά σχολεία με αρκετούς μαθητές. Μετά συνέχισε στο τριτάξιο σχολαρχείο. Σχολαρχείο υπήρχε τότε στην Κοντογεννάδα. Καθημερινά,ο μικρός Νικόλας  έκανε το δρομολόγιο Κουβαλάτα-Κοντογεννάδα με επιστροφή,περνώντας από βουνά,ρέματα,κακοτοπιές,χαντάκια. Παρά το πρόβλημα του ήταν εξαιρετικός μαθητής. Είχε ιδιαίτερη κλίση στα αρχαία Ελληνικά και τα Γαλλικά. Του άρεσε ιδιαίτερα να απαγγέλλει αρχαία ρητά και  γαλλικές φράσεις. Το απολάμβανε αυτό σε όλη του τη ζωή. Ο Νικόλας θα μπορούσε να γινόταν τέλειος δικηγόρος. Ο Νικόλας  ήταν συμμαθητής  του Σπύρου Μαρινάτου, του διάσημου αρχαιολόγου, τον οποίο και εκτιμούσε. Τελειώνοντας το Σχολαρχείο,τελείωσαν και οι σπουδές του Νικόλα.

             Όμως ο Νικόλας αγαπούσε τα γράμματα και το διάβασμα. Διάβαζε κάθε χαρτί με γράμματα. Στο σπίτι του είχε μια μικρή βιβλιοθήκη. Κάποτε, μέσα στα ερείπια του σεισμού του 1953, είδε ανάμεσα στις πέτρες, ένα βιβλίο ανοιχτό και τραυματισμένο. Ήταν το σπίτι κάποιου γιατρού. Πήγε και το πήρε. Ήταν ένα βιβλίο ιατροδικαστικής. Ο Νικόλας το διάβασε όλο και μάλιστα όχι μία φορά. Ο Νικόλας,αν και ήταν πολύ φτωχός αγόραζε καθημερινά εφημερίδα που κόστιζε 1,5 δραχμή. Τη διάβαζε και του άρεσε να ακούνε και τα παιδιά τα νέα,τα σχόλια καθώς και διάφορα κλασσικά διηγήματα που έγραφαν τότε οι εφημερίδες. Ήθελε να είναι πάντα ενημερωμένος.

komitata1

Μετά το σχολαρχείο, ο Νικόλας πήρε την άλλη “πένα”, όπως έλεγε το ξινάρι. Δούλευε μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του στα λιγοστά χωράφια και έβοσκε κάποιες κατσίκες που είχαν.

 Σημαντική περίοδος στη ζωή του Νικόλα ήταν η στρατιωτική θητεία. Μάλλον στρατιωτική ζωή θα έπρεπε να πούμε,αφού κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια. Εκείνη την εποχή η στρατιωτική θητεία,ιδίως για τα παιδιά των χωριών, ήταν ένα είδος εκπαίδευσης,αφού έβγαιναν έξω από το κλειστό περίγυρο τους και μάθαιναν  νέα πράγματα. Αρχικά,παρουσιάστηκε στα Γιάννενα, ως βοηθητικός. Η πρωτεύουσα της Ηπείρου,που πριν από λίγα χρόνια είχε ελευθερωθεί από τον Τουρκικό ζυγό,του έκανε μεγάλη εντύπωση. Σε όλη του τη ζωή έλεγε ιστορίες που έζησε ή είχε ακούσει. Για τις σκληρές μάχες του Μπιζανίου, τα οχυρά,το κρύο, ιστορίες-θρύλους για τον Αλή πασά,τη λίμνη, το κάστρο,ιστορίες με βλάχους και τούρκους... έμαθε μάλιστα και αρκετές τούρκικες λέξεις που αργότερα τις έλεγε με στόμφο.

komitata0

Μετά, η πατρίδα  κάλεσε το Νικόλα και τον αδερφό του Φώτη στη μικρασιατική εκστρατεία. Αυτή σημάδεψε τη ζωή του.  Tι πόνος ήταν αυτός; Aτέλειωτες ιστορίες,ατέλειωτα δάκρυα. Εξιστορεί τις αρχικές νίκες του στρατού,την αγάπη των ομογενών,τα όμορφα κορίτσια,τους καταπράσινους κάμπους,τον ενθουσιασμό. Την πορεία στην έρημο,την πείνα,τη δίψα,την ψείρα.. Μετά η υποχώρηση,η σύμπτυξη, η καταστροφή και τέλος η φυγή. Πόσα παλληκάρια έπεσαν! Τι μαρτυρικά χρόνια για τον ελληνισμό!Τι ανελέητος ξεριζωμός!Ο Νικόλας εξοργίζεται με τη μπαμπεσιά των συμμάχων, τον κυνισμό τους που αμέσως άρχισαν μπίζνες με τον Ατατούρκ,τα ψέματα, την υποκρισία της πολιτικής ηγεσίας. Όταν,έπειτα από πολλούς μήνες,με απερίγραπτες ταλαιπωρίες, επέστρεψαν στο χωριό,άπλυτοι και πεινασμένοι η μάννα τους δυσκολεύτηκε να τους αναγνωρίσει...  

Ήταν όμως τυχεροί, αφού γύρισαν.

               Φορτωμένος σκέψεις και εμπειρίες ο Νικόλας  επιδίδεται πλέον στα ειρηνικά έργα. Αισθάνεται αρκετά δυνατός και γεμάτος όρεξη για ζωή. Γίνεται σέμπρος του Κοσμετάτου και καλλιεργεί μια μεγάλη και εύφορη έκταση. Καλλιεργεί ντομάτες,καρπούζια,σέσκλα,κρεμμύδια, φασόλια,πατάτες...Έχει πολλά νερά από την πηγή της Βαγγελίστρας. Έχει μεγάλη παραγωγή και κορινθιακής σταφίδας που ήταν τότε σημαντικό προϊόν και εξαγόταν στην Αγγλία. Το χειμώνα,που υποχωρούν οι αγροτικές εργασίες, πήγαινε στο λόγγο, έκοβε ξύλα και τα έδινε στο  φούρνο του Μεσσάρη. Ακόμα και κόρδα έβγαζε,δηλαδή ρίζες από γλυκόριζο, που και αυτή εξαγόταν για βιομηχανική επεξεργασία.

Δεξί χέρι του Νικόλα ήταν ο Λούης. Ένα μεγαλόσωμα,δυνατό και πιστό άλογο που ήταν καμάρι για όλη την περιοχή.  Του έδωσε το όνομα του θρυλικού μαραθωνοδρόμου Σπύρου Λούη,ολυμπιονίκη των αγώνων του 1896,που ήταν τότε λαϊκός ήρωας.  Φόρτωνε λοιπόν ο Νικόλας το κάρο με προϊόντα της εποχής και πήγαινε “έξω”δηλαδή στα χωριά της Πυλάρου και της Ερίσου ,που δεν είχαν επάρκεια σε  τέτοια προϊόντα. Φυσικά και πολλοί άλλοι αγρότες έκαναν τα ίδια δρομολόγια. Ξεκινούσαν το βραδάκι με τη δροσιά και όταν νύχτωνε έφταναν στο χάνι του Λαμπρινού. Εκεί ξεκουράζονταν, έτρωγαν κάτι πρόχειρο αυτοί και τα ζώα και ξεκινούσαν. Ο δρόμος ήταν χωμάτινος με πέτρες και λακκούβες στενός και επικίνδυνος. Ένα μικρό τμήμα,υπάρχει και σήμερα του Χειμωνικού. Κάποιες φορές κάρα έπεφταν στου Σκαβδολίτη είτε από κάποιο λάθος του αλόγου είτε από αμέλεια του αναβάτη που είχε αποκοιμηθεί. Θα φανεί ίσως απίστευτο στον αναγνώστη,πως με αυτές τις συνθήκες,κάρα φορτωμένα έφταναν από το Ληξούρι  στα Μακριώτικα στην Αγιά-Θυμιά, στα Κομιτάτα,στην Ένωση και σε όλα τα απομακρυσμένα χωριά. Ο Νικόλας πήγαινε συχνά στην Έρισο και εκτιμούσε πολύ τους ρισιάνους.

Αυτά τα χρόνια ο Νικόλας παντρεύτηκε. Η σύζυγος του ήταν από τις Κεραμιές. Αρχίζει η οικογενειακή ζωή. Σύντομα απόκτησε και τρία παιδιά που ο Νικόλας ελάτρευε.

Το 1935 καταφέρνει και αγοράζει δικά του χωράφια μαζί με τον αδερφό του. Είναι σε καλή παραθαλάσσια περιοχή με πολλά αρτεσιανά νερά. Ο Νικόλας εκχερσώνει την περιοχή που σύντομα αλλάζει εικόνα.

              Φτάνουμε στα 1940. Δύσκολα χρόνια,αρχίζουν για όλο σχεδόν το λαό,δύσκολα και για το Νικόλα. Τις τελευταίες μέρες του χρόνου πεθαίνει μετά από σύντομη ασθένεια η γυναίκα του. Του αφήνει τρία ανήλικα παιδιά με το μικρότερο μόλις οκτώ ετών. Χρόνια αργότερα ο Νικόλας διηγείται με συγκίνηση ότι τη μέρα της κηδείας ενώ η πομπή όδευε προς το νεκροταφείο του χωριού,φάνηκε σμήνος ιταλικών αεροπλάνων στον ορίζοντα. Τότε, οι συμμετέχοντες,φοβισμένοι, έτρεξαν να κρυφτούν στα γύρω βράχια και άφησαν τη νεκρή στη μέση του δρόμου...

Κατοχή. Πείνα. Φόβος. Έρχονται Γερμανοί στρατιώτες και αρπάζουν από το περιβόλι τα καλύτερα. Έρχονται Ιταλοί στρατιώτες και κλέβουν κότες. Η οικογένεια πείνασε,αλλά άντεξε τη μεγάλη δοκιμασία. Το χειρότερο όμως για το Νικόλα ήταν η αρπαγή του Λούη. Εκείνη την εποχή οι Γερμανοί χρειάστηκαν άλογα για κάποιες μεταφορές. Ο Νικόλας το έμαθε και έκρυβε το άλογο σε μια εσοχή του βράχου και δε φαινόταν. Όμως ο ντόπιος καταδότης το πρόδωσε και ο Νικόλας έχασε το άλογο. Έπειτα από μήνες ο Νικόλας πήγε στη Σάμη που ήταν το άλογο κάνοντας τη διαδρομή πεζός και κατάφερε να του επιστραφεί.

Το 1942, ο Νικόλας παντρεύεται για δεύτερη φορά. Απόκτησε ακόμη άλλα τέσσερα παιδιά τα επόμενα δέκα χρόνια. Το πρώτο από τα παιδιά αυτά,ένα κοριτσάκι, γεννήθηκε μέσα στο βάλτο με τη βοήθεια μιας γυναίκας από τα Φάρσα που ήρθε να μαζέψει χόρτα. Έτσι ο Νικόλας είχε επτά παιδιά συνολικά τα οποία υπεραγαπούσε.

              Η δεκαετία του 50 σημαδεύεται για το Νικόλα και πολλούς κατοίκους της Κεφαλονιάς από τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953.”Βουϊζει η γη σαν τ’ άγριο τ’ ωκεανού το κύμα”, όπως έλεγε  ένα ποίημα της εποχής και σωριάζει σε ερείπια όλα τα σπίτια .Το σπίτι του Νικόλα στο Ληξούρι,που το είχε αγοράσει μερικά χρόνια πριν,ένας σωρός πέτρες,ξύλα και κεραμίδια. Αλλά και το μικρό αγροτόσπιτο στον κάμπο κατέρρευσε με το δεύτερο σεισμό. Οι κόποι μια ζωής συντρίμμια.

komitata2

“Αυτό ήταν. Δεν έμεινε τίποτα. Γίναμε νοικοκυραίοι”, έλεγε με αυτοσαρκασμό ο Νικόλας...

Στο αγροτόσπιτο ενός και μοναδικού δωματίου, με σκεπή από καλάμια,κινδύνευσε η ζωή του Νικόλα και το χειμώνα του 1952. Τότε,κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας πήγε εκεί να προφυλαχτεί. Ξαφνικά,ένα κεραυνός τρύπησε τη σκεπή και έπεσε δίπλα του. Κάποιες κότες που ήταν εκεί κάηκαν. Για αρκετούς μήνες ο Νικόλας έλεγε ότι τα αυτιά του βούϊζαν σαν να περνούν αεροπλάνα.

Για να στεγάσει την οικογένεια, ο Νικόλας, κατασκεύασε μπαράκα περίπου 35 τετραγωνικών, στο βάλτο, για να μη μειώσει την καλλιεργούμενη έκταση. Μέσα στην μπαράκα αυτή πέρασε πέντε χρόνια,χειμώνα -καλοκαίρι,όλη η οικογένεια. Πολλές φορές το χειμώνα η περιοχή με τα νερά των βροχών αλλά περισσότερο με τα κύματα που έβγαιναν έξω,μετατρεπόταν σε λίμνη. Για θέρμανση ούτε λόγος ,κάποιες κουβέρτες του στρατού με τις ρίγες. Φωτισμός από λάμπες πετρελαίου, “λάμπες θυέλλης”. Ο Νικόλας,εκτός από τις αγροτικές εργασίες,την ανοικοδόμηση του σπιτιού,αναλαμβάνει την περισυλλογή χρήσιμων αντικειμένων ,επίπλων,σκευών,ξυλείας από τα ερείπια. Η αμοιβή του,κατόπιν συμφωνίας με τους ιδιοκτήτες είναι σε είδος, συνήθως ξυλεία. Η ξυλεία είναι πολύτιμη για την κατασκευή μπαρακών ή για καύσιμη ύλη. Χοντρά ξύλα,συνήθως κατώφλια ή ανώφλια, τα πουλάει στο τυροκομείο του Παύλου. Ο Λούης έχει φύγει και το κάρο έχει πουληθεί. Ο Νικόλας έχει αγοράσει ένα καλό μουλάρι. Τώρα τον βοηθούν πολύ τα παιδιά που έχουν κάπως μεγαλώσει ,ενώ οι δύο πρώτες κόρες έχουν παντρευτεί..

Το καλοκαίρι του 57, ο Νικόλας αρρωσταίνει από πνευμονία και κινδύνευσε η ζωή του. Εκείνη την εποχή δεν υπάρχει για τους αγρότες  καμία ασφάλιση και τα φάρμακα και ο γιατρός πληρώνεται μετρητοίς.

Η υγεία του Νικόλα, δεν είναι καλή. Οι “βρεξιές’ όπως έλεγε του δημιούργησαν χρόνια βρογχίτιδα και ιδίως το χειμώνα υποφέρει. Η ανοικοδόμηση στο Ληξούρι προχωρεί,οι αρωγές είναι ανεπαρκείς και ο Νικόλας όπως και οι περισσότεροι σεισμόπληκτοι καταβάλλει και χρήματα και ατελείωτη προσωπική εργασία. Ο Νικόλας μετέχει στις κινητοποιήσεις για διαγραφή των αρωγών πράγμα που έγινε έπειτα από χρόνια αγώνων. Ο Νικόλας είναι άνθρωπος κοινωνικός. Του αρέσει πολύ η συζήτηση. Συνήθως, αν και κουρασμένος από τον κάμπο,πηγαίνει στο καφενείο και συζητά επί ώρες  με τους φίλους του. Είναι πάντα ενημερωμένος και καλός συζητητής.

Ο Νικόλας είναι και θρησκευόμενο άτομο. Πάντα πηγαίνει στην εκκλησία,γνωρίζει πολλά κείμενα      απ’ έξω και καταλαβαίνει το περιεχόμενο τους. Τον συγκινεί η χριστιανική αγάπη και δικαιοσύνη αποστρέφεται την υποκρισία και το ψέμα.

        Η δεκαετία του 60 βρίσκει το Νικόλα σε φθίνουσα πορεία. Η ζωή του,ιδίως το χειμώνα είναι μαρτυρική. Τα βρογχικά τον βασανίζουν. Σέρνει τα κουρασμένα βήματα του και ο ήχος ακούγεται από μακριά. Κάποιες φορές πηγαίνει στο Νοσοκομείο αλλά δεν βλέπει ουσιαστική βελτίωση. Το σπίτι στο Ληξούρι έχει τελειώσει με πολλές όμως ελλείψεις. Στον κάμπο πηγαίνει περισσότερο για παρέα στα παιδιά του παρά για βοήθεια. Το μόνο που τον παρηγορεί και τον γεμίζει χαρά είναι η πρόοδος και η επιτυχία των παιδιών του. ‘Έχω καλά παιδιά” ,λέει με υπερηφάνεια.

komitata3

Το 1965 τα παιδιά έφυγαν για Αθήνα να εργαστούν και να σπουδάσουν. Ο Νικόλας,τα συμβουλεύει και τα αποχαιρετά με βαριά καρδιά. Η επικοινωνία είναι δύσκολη, τηλέφωνα δεν υπάρχουν. Για να επικοινωνήσεις πρέπει να πας στην πόλη στο τηλεφωνικό  

γραφείο, να κλειστεί ραντεβού και να περιμένεις ώρες. Το καλοκαίρι του 67 η  μια κόρη φεύγει μετανάστρια στην Αυστραλία. Το ταξίδι, με το “Πατρίς’ κρατάει 30 μέρες  κάνοντας το γύρο της Αφρικής λόγω αραβο-ισραηλινού πολέμου. Σε λίγους μήνες ακολουθεί και η άλλη κόρη..Ο Νικόλας έχει μείνει μόνος με τη γυναίκα  και το 15χρονο γιό του. Η γυναίκα του, για να αντιμετωπίσει τη δύσκολη οικονομική κατάσταση ,εργάζεται σε εξωτερικές εργασίες. Από το 1965, χορηγείται και αγροτική σύνταξη, η οποία για τον κύριο συνταξιούχο είναι 180 δραχμές το μήνα.

Ο χειμώνας του 68 είναι ιδιαίτερα βαρύς για το Νικόλα. Οι μέρες και οι νύχτες είναι εφιαλτικές. Η καρδιά του,δεν άντεξε τη δοκιμασία. Την 30/4/1968 ο Νικόλας πέθανε. Την Πρωτομαγιά του 68 έγινε η κηδεία. Ήταν 70 ετών. Πέρασαν πενήντα χρόνια από τότε.

Μπάμπης Γαλανός, Δεκέμβρης 2018




00 inkefalonia general ad 300X250