Όταν ο Ανδρέας Λασκαράτος συνάντησε τον Άγιο Σπυρίδωνα των Κερκυραίωνε
Γράφει ο Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Επειδή ορές… δε διαβάζετε τίποτσι από τα κεφαλονίτικα, λόγω που, είναι χρόνια να γλέπετε μόνο τα εύκολα, δηλαδή τα οπτικά εικάσματα, (εννοώ τις φωτογραφίες) και να γεμίζετε τα μάτια χορταστικά.. σας μεταγράφω το κείμενο του Ανδρέα Λασκαράτου, που μιλάει πως είδε ένα όραμα πραγματικό με τον Άγιο Σπυρίδωνα, στην Κέρκυρα, οπού ήτανε ετότενες.. Εφκείνο το όραμα έχει συζητηθεί λίγο, αλλά αξίζει να σας προβληματίσει.
Αφήνω ορές να το διαβάσετε, αξίζει να ξυπνήσετε λασκαράτεια το νου σας. Ακούσατε ορές;, Όχι.. τίποτσι άλλο! Θα με ρωτήσει ο σιορ Ανδρίας, αν έχετε πίστη… γιατί ορές θέλω να σας ειπώ, … ότι, εσείς που θα γελάσετε και θα παρεξηγήσετε το συμβάν, σας ερωτώ! Έχετε ποτέ ένα τέτοιο ή παρόμοιο περιστατικό στη ζωή σας έως τώρα;
Όχι, θα μου πείτε! Είμαι σίγουρος.
Μάθετε λοιπόν, πως το Υπερφυσικό, το Θείο και το Άγιο, παρουσιάζονται ως Ανωτέρα Δύναμη, αντίστοιχα, στον Ρεαλιστή, στον Άθεο, στον Άπιστο…. Κι όπως λέω και ισχύει, «Το διωγμένο στη ζωή, ότι και να είναι αυτό, -έρχεται-και σε δικαιώνει και σε προβληματίζει».
Και, ε .. τότενες διαβάστε το κείμενο του σιορ Ανδρία Λασκαράτου και καλή συνάντηση, ορές!
( Το κείμενο του Λασκαράτου κρατά την ορθογραφία του ως έχει στην πρωτότυπη –Αυτοβιογραφία- του)
«… Στα 1843 βρέθηκα στην Κέρκυρα. Ήταν μια νύχτα χειμωνιάτικη. ήμουνα στο θέατρο μόνος, στο θεωρείο του θείου μου: Την εποχή εκείνη υπόφερνα πολύ, από τα νεύρα μου κι εκείνο το βράδυ ακριβώς, μέσα στο θεωρείο, αισθάνθηκα μεγάλη υπερδιέγερση. Τέτοιες νευρικές προσβολές ήταν ένα είδος ανεξήγητου εσωτερικού συναισθήματος κι ένας αδικαιολόγητος φόβος, απ’ ό,τι με περιτριγύριζε.
Κατοικούσα τότες στο δρόμο του Αγίου, αντίκρυ στην κεντρική στην κεντρική πόρτα της εκκλησίας. Σαν εβγήκ’ από το θέατρο, με νεύρα σε κακή κατάσταση, εφοβούμουνα το σκοτάδι της νύχτας και μου φαινότανε πώς κι αυτές οι ίδιες οι σκιές ήθελαν να με καταπιούνε. Ο τρόμος μου έφθασε στο κατακόρυφο, όντες εμπήκα στο στενό δρόμο του Αγίου και βρέθηκα μόνος μέσα στο σκοτάδι.
Το καμπαναριό της εκκλησίας με κυρίευε σαν πελώριος βρυκόλακας. Τα σύννεφα που κυμάτιζαν αποπάνω του, μου φαινόντανε πως εκουνιώνταν στο πλευρό μου, για να μου κάμουν μια τρομερή σφαγή. Σε παρόμοιες περιστάσεις η λογική μου διώρθωνε πάντα το αποτέλεσμα του φόβου και με βοήθησε να μην γίνω γελοίος στα μάτια των άλλων και να δώσω θάρρος στον εαυτό μου, ήξερα λοιπόν πως όλο εκείνο ήταν καθαρά υπόθεση νεύρων. Προχωρούσα ακολούθως ., όταν όμως βρέθηκα, μόνος κάτω από το καμπαναριό, είχα συνείδηση από μια τρομερή διέγερση της φαντασίας μου.
Έβλεπα στο πλευρό μου μια πόρτα του καμπαναριού, την οποία, ατένισα, λέγοντας διανοητικά: «αν τώρα ετούτη η πόρτα άνοιγε κι έβγαινε ένας τέτοιος άνθρωπος ( και τον εσχεδίαζα εκείνη τη στιγμή), θα θεωρούσα αυτό το γεγονός για θαύμα και θα πίστεβα πως ο Άης Σπυρίδωνας είναι αληθινός άγιος». Είχα σχεδόν συλλάβει αυτήν την ιδέα και η πόρτα άνοιξε και βγήκε πραγματικά ένας άνθρωπος όπως τον είχα σχεδιάσει, επί πλέον μία κυρία, μ’ ένα μικρό φως στο χέρι, εφώτιζε την έξοδό του.
Εμπόρεσα εκείνην τη στιγμή να διακρίνω το εσωτερικό του καμπαναριού, φωτισμένο με το φως , που κρατούσε η κυρία. Στον αντικρυνό τοίχο ήταν καρφωμένο ένα καρφί, από το οποίο κάτι κρεμότουνε, και το μέρος αυτό φαινότουνε κατοικημένο από την κυρία. Σε τούτο , το θαύμα, αντίπραξα δυνατά και η αντίδραση ετούτη μου στάθηκε ευεργετική. Ξακολούθησα το δρόμο μου, χωρίς φόβο, ξαναήλθα σπίτι μου, εθεώρησα εκείνο, πού παρατήρησα, για περίεργο και σοβαρό γεγονός, κι έπειτα κοιμήθηκα όλην τη νύχτα ήσυχα. Το αυριανὀ πρωί εξακρίβωσα προς μεγάλη μου έχπληξη, ότι το καμπαναριό δεν έχει πόρτα εκεί, που εγώ την είχα ιδεί.
Και όμως, αν ήμουνα ζωγράφος, θα μπορούσα, και σήμερα ακόμα, να ζωγραφίσω εκείνην την πόρτα με τόση ακρίβεια όπως την είδα τότες. Ήταν σηκωμένη ψηλά από το δρόμο περίπου ενάμισυ πόδι. Ανέβαινε κανείς μ’ ένα σκαλί πέτρινο κι ακατέργαστο. Η πόρτα ήταν μάλλον στενή και το φυλλόπορτο ήταν καμωμένο από δυο σανίδες, αρκετά χωρισμένες από το χρόνο.
Εκείνος, πού έβγαινε, ήταν άνθρωπος σωματώδης, εξηντάρης περίπου σκεπασμένος μ’ ένα μακρύ πανωφόρι, που έπεφτε μέχρι τα πόδια του. Δεν του άφηνε φανερά τα χέρια και κατέβαινε ολοκόμματο.
Η γυναίκα, που του έφεγγε, ήταν μεσόκοπη. Κρατούσε ένα μικρό φως κουζίνας και φαινότουνε ανεβασμένη με τη μια κνήμη απάνου σ’ένα σκαμνί, έτσι ήταν ψυλότερα από το έδαφος του αναπαυτηρίου της.
Είχα ιδεί όλα ετούτα με τη μεγαλείτερη ακρίβεια εκεί, όπου δεν ημπορούσε να υπάρξη παρόμοιο πράγμα, αφού δεν υπήρχε πόρτα. Έπρεπε ακολούθως ν’ αποδώσω αυτό το θέαμα στην φαντασία μου, διεγερμένη στο κατακόρυφο από τον παροξυσμό των νεύρων μου.
Να ! λοιπόν, είπα, εξηγημένα στο εξής σ’ εμέ, η κλίμαξ του Ιακώβ και η Αποκάλυψις του Ιωάννου.
Μερικοί από τους φίλους μου πιστέβουν μάλλον ότι ο Άγιο πραγματικά ήθελε να κάμη θαύμα, για να μου αλλάξη γνώμη. Ευχαριστώ τους φίλους αυτούς για τη σπουδαιότητα, που κατά τη γνώμη τους, απόδωσε ο Άγιος στο πρόσωπό μου, μα δεν ημπορώ, κατά συνείδηση, να δεχτώ την τιμή, που μου κάνουν. Οι πεποίθησές μου, ως προς τη Θεότη, μου απαγορεύουν απόλυτα να λυγίσω το μέτωπο μπροστά σ’ άλλους, εχτός του Θεού. Μπροστά στο Θεό σβήνομαι και μηδενίζομαι, κάθε όμως ύπαρξη σε τούτο τον κόσμο, όντας πλάσμα, πρέπει να λατρέβη κι όχι να λατρέβεται».



















