Κούρος στα Ζόλα, της Θηνιάς

Δημοσιεύτηκε: Πέμπτη, 26 Ιουνίου 2025 08:46

Κούρος στα Ζόλα, της Θηνιάς

Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός

Σάββατο, 21 του Ιούνη, 2025,  και η μέρα  φαινόταν, πως θα είναι αρκετά ζεστή μέσα στο ταψί του Ηλίου. Είχα την πρόσκληση να παραβρεθώ στον κούρο των προβάτων του Γεράσιμου  Παναγή   Ξένου, στα Ζόλα της Θηνιάς.

          Στην κατωφέρεια του δρόμου από τα Ζόλα στην παραλία της Αγίας Κυριακής, το περπάτημά μου ήταν κόντρα στη ροπή  του δρόμου,  έως  που  έστριψα σ’ ένα παράδρομο   στρατώνι , που  με οδηγούσε στο τσάρκο,  όπου θα γινόταν ο κούρος των προβάτων.

          Το χάρηκα το στρατώνι, καθώς ήταν  τοιχισμένο  με μυρσίνες ανθισμένες,  με  πρασινάδες και ξερόκλαδα,   ανάμεικτα όλα μέσα στης φύσης το μωσαϊκό. Μα πιο πολύ οι αγράμπελες, ασπριδερά ανθισμένες έριχναν τα λεπτεπίλεπτα κλαδιά τους στα πλαϊνά του χωμάτινου δρόμου, σαν ριχτούς  φυτικούς πολυελαίου. Ήταν η φύση στην καλύτερη της ώρα…

          Ο  φωτογραφικός φακός μου αποτύπωνε κάθε λεπτομέρεια, μύριες οι φωτογραφίες, κορμοί από ελιές,  κυπαρίσσια,  που ως ασάλευτη ζωή στέκανε σαν λαμπάδες,  πλήθος από λουλούδια της φύσης χρωματιστά, όλα ομοιάζανε κόσμημα στον ασπροπράσινο καμβά της φύσης, με πινελιά ιδιαίτερη, το αγαπημένο μου,  μπλε αγκάθι.

          Δίπλα στο δρόμο, ήταν το χαντάκι της  μικρής χαράδρας, νερό δεν είχε, παρί,  μεγάλες κροκάλες, όπου φαντάζανε σαν μεγάλα ζυμαρένια άψητα ψωμιά στο έδαφος. Μα, εκεί που  φωτογράφιζα, πρόβαλαν οι, τσοπαναραίοι,  για να γίνει ο κούρος των προβάτων. Κάτω από τη μεγάλη ελιά, σκιά να έχουμε είπανε, στρώθηκαν οι φίλοι και κουμπάροι του Μάκη Ξένου, για να κάνουν τον κούρο.

                               Νέοι τσοπαναραίοι, που είχαν μάθει από τους παλαιότερους την τέχνη  του ξελαφρώματος των ζώων από το μαλλί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Τέχνη παράδοσης,  διδαγμένη  από τους παλιότερους  τσοπαναραίους.  Παλιά  κούρευαν τα ζωντανά με τα χειροκίνητες ψαλίδες, τώρα  ο κούρος  γίνεται με τις ηλεκτρικές μηχανές, ειδικές για το κούρεμα των ζώων.  

                               Τα πρόβατα όλα στο τσάρκο, δυο βοηθοί,  τα έπιαναν και τα έδιναν στους κουρείς, που με πολλή υπομονή τα κούρευαν. Τα πρόβατα  είναι εύκολα στην κουρά τους, γιατί το πρόβατο υποτάσσεται, αλλά ξέρει και να υποτάσσει, πιο πολύ  τον τσοπάνη του.   Το πρόβατο ξέρει  να υποτάσσει, περισσότερο από τα άλλα ζώα, το αφεντικό του.. Τα γίδια, νοιώθουν πιο ελεύθερα και ανεξάρτητα, γι’ αυτό, χρειάζεται καλή οργάνωση και δυνατή συνεργασία για την κουρά τους. Προβάλουν αντίσταση, μα, όταν η φούρκα τα πιάσει ή τα δυο χέρια ενός βοηθού,  από τα κέρατα κρατήσει το ζωντανό,  τότε μπορεί εύκολα ο τσοπάνης φροντιστής να τα κουρέψει.

                               Άρχισε ο κούρος των προβάτων,  φιλικός και ενημερωτικός στο χαραχτήρα του, ως πράξη  συνεργασίας και καλής επικοινωνίας μεταξύ των τσοπαναραίων. Κούρευαν και μιλούσαν κάπου -κάπου για  τα θέματα της τοπικής κτηνοτροφίας και για τις δικές τους εργασίες.

                               Φωτογράφησα αρκετά κάτω από τη μεγάλη ελιά, εκεί στα Ζόλα, τον κούρο των προβάτων του Μάκη Ξένου. Ο Ήλιος που διαπερνούσε κάποια κλαδιά , μου χρωμάτισε τις φωτογραφικές λήψεις με μπαλώματα και πικές σκιάς. Μέσα στο παιχνίδισμα του φωτός, ακούγοντας τα βελάσματα, τα ερωτικά καλέσματα των κριαριών που κοντράριζαν στις κουτελιές, για να κερδίσουν το ταίρι τους,  θυμήθηκα στίχους του ποιητή, Κώστα Κρυστάλλη και μουρμούρισα  κάτι από τα ποιητικά του. Τούτος ο ποιητής της στάνης και του λόγγου, έχει γράψει γλαφυρά  το ποίημα «Ο κούρος».

« …….

Ολημερίς κουρεύανε , το γιόμα τρων και πίνουν

Κι εκεί στο ηλιοβασίλεμα σκολνούν κι αποκουρεύουν.

Τότε’ ένας γέρος κουρευτής προβάλλει ομπρός και κρένει:

Για σκώτε απάνου , ορέ παιδιά, για αφήστε τα ψαλίδια, 

για μάστε τούφα αμάραντο, μάστε χεριές αρείκη  

κι αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάστε τον πρώτο δάσο 

και δέστε το στα κέρατα τ’ ασημοκεντημένα, 

πάρτε και του γαλάτου αφρό ραντίστε τα ποκάρια, 

βάξτε: χούι, χούι, χούι! Τρεις βολές, ρίξτε και τρία αρμούτια

 και ειπέτε και του τσέλιγκα παινετικό τραγούδι

…»

                               Μέσα στο κάδρο  του κούρου, έψαχνα να βρω τον Βάκχο, που από την αρχαιότητα, βόσκει μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο του ελληνικού τοπίου,  τα ζωντανά του. Έτσι, πρόσεξα τη φιγούρα του Μάκη Ξένου. Είπα  τότε…στη νόησή μου, νάτος ο Βάκχος της Θηνιάς!  Μια φιγούρα ξερακιανή, απογλειφάδι, θα την έλεγε ο ποιητής, με γένια σκουροτράχηλα και με μια μαβιά ματιά, αλλά και  δυο χέρια, που  ωσάν κουπιά ,  έσκυβαν  κάθε τόσο και μάζευαν  τα μαλλιά  και τα στοίβαζαν σ’ ένα τσουβάλι.  Κάπου –κάπου, αυτοσαρκαζότανε κι έλεγε… Μη με φωτογραφίζεις,  δε βλέπεις, που είμαι σαν σκηνωματικός …

                               Αυτός  είναι  ο Μάκης, ο Ξένος, του Παναγή. Ένας φίλος, ένας χωριανός,   του λόγγου γέννημα,  της ανοιχτοσύνης παιδί, με μια διάχυτη καλοσύνη και με μια  αυθεντικότητα,  που γκρεμίζει το επίπλαστο, το καθημερινό προσωπείο, που έχουμε οι περισσότεροι, και που μας  κοροϊδεύει στη ζωή…

 MG 0705 MG 0806 MG 0817 MG 0829 MG 0833 MG 0850 MG 0879 MG 0888 MG 0921 MG 0923 MG 0927 MG 0938 MG 0945


Ετικέτες:


336 X 280

16122257999808197650 2

 

 

00 inkefalonia general ad 300X250