Ελευθερία Κουλουριώτου: Ένα θαύμα λέει τα δικά του

Τελευταία ενημέρωση: Δευτέρα, 31 Δεκεμβρίου 2018 10:01

Ελευθερία Κουλουριώτου: Ένα θαύμα λέει τα δικά του

Ένα θαύμα λέει τα δικά του και ψάχνει τρόπους (και άλλα θαύματα)για να βγεί στο φώς.

Παραμονή πρωτοχρονιάς και υπερασπίζομαι το δικό μου θαύμα γιατί δεν θέλω να ελέγχονται η φαντασιακή μου εικόνα και η σκέψη μου.

Ξαναπαίζω το παιχνίδι της αθωότητας και του χρόνου που μετράει...

"Εφέτος θα φτιάξω βασιλόπιτα, πάει και τελείωσε."
Δημοτικοπαίδι ήμουν και βασιλόπιτα δεν είχε σκάσει μύτη εως τότε σπίτι.
Την γνωριμία μαζί της την έκανα από το Ντομινό και το Ρομάντζο που δανειζόταν η Τασία.
Πολύ μελέτη μιλάμε, δεν έχανε με τίποτα τίς εικονογραφημένες σειρές.
Αν μελετούσε το ίδιο στο σχολείο, θα είχε αριστεύσει.
Οι βαθμοί της ήταν το Ζόρι και το σπρώξε.

Πήρα λοιπόν την συνταγή από το ρομάντζο...
Αυγά, είχαμε από τις κότες στο Λιβάδι, πορτοκάλια είχαμε από τις πορτοκαλιές του μπαξέ..χμ...τα υπόλοιπα;
Αφού ενημέρωσα την μαμά, έτρεξα στο μπακάλικο του Παπαγιαννά.
Κατεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλοπάτια..επαναλάμβανα συνεχώς.."ένα κιλό αλεύρι, μισό κιλό ζάχαρι, βανίλιες,βούτυρο..γράφτα στο τευταίρι"

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια του μπακάλικου, χτύπησα δυνατά και περίμενα τον ψηλό ,γεροδεμένο και καλοσυνάτο Παπαγιαννά να ανοίξει..
"Τις εί; τον ακούω να λέει..
Τι λέει;
"Η Ελευθερία του Κωσταδιού είμαι.."
"Τις εί;
Τον χτύπησε το διάβασμα στο κεφάλι σκέφτηκα.

Που να πάρει η ευχή, θα ξεχάσω και τα υλικά!
"Κάλε άνοιξέ μου,με στειλε η μάννα μου να ψωνίσω..
"Άνοιξε επιτέλους η βαριά καφέ πόρτα και μπούκαρα μέσα σκοντάφτοντας στα τσουβάλια και στα βαρέλια του μπακάλικου..
"'Όταν θα σε ρωτάω τις εί, θα μου απαντάς, κύων όπως εσύ"
"Ε;" 
Τι εννοούσε; Τι γλώσσα μιλούσε;
"Ένα κιλό αλ.."
"Ξέρεις τι σημαίνει κύων;"
"Όχι, δεν το μάθαμε στο σχολείο, ένα κιλό αλεύ.."
"Κύων σημαίνει σκύλος στα αρχαία Ελληνικά που θα μάθεις στο Γυμνάσιο, όταν λοιπόν σου λεω ποιός είναι-αυτό σημαίνει το τις εί,θα μου απαντάς, σκύλος όπως εσύ."
"Δηλαδή είμαστε και οι δυό σκύλοι;"
Γέλασε με την καρδιά του.."εσύ έχεις μυαλό!" είπε και πήρε την σέσουλα.
"Ένα κιλό αλεύρι λοιπόν.."
"Και μισό κιλό ζάχαρι και βούτυρο και βανίλιες...και γράφτα."
Δεν μας κατέτασσε σε καμιά κατηγορία, στο μπακάλικο του βρίσκαμε ο καθένας τα υλικά της δικής του αλήθειας.

Γύρισα σπίτι,με το τις ει και τον κύων του Παπαγιαννά να στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου και μπερδεύτηκα με τα υλικά μου.
"Έτοιμη η βασιλόπιτα, δως μου μαμά και μια δεκάρα να βάλω μέσα"

"Ίντα ναι παιδί μου αυτό το πράμα, -έβαλε τα γέλια-ίσα ίσα τον πάτο του ταψιού σκεπάντζει, ε μπειράντζει, μην το πάς στο φούρνο γιατί θα σε κοροιδεύου"
Η χαρά ανακατεύεται με τη λύπη όπως τα υλικά που έβαλα;
¨Οχι, η βασιλόπιτα μου ήταν η πιστή αντανάκλαση των συναισθημάτων μου.
"Εγώ θα την πάω" απάντησα πεισματικά.
Την πήρα και κατέβηκα τον κατήφορο.
Στον φούρνο του Κωσταντή, υπήρχε συνωστισμός. 
Η γυναίκα του Λιμενάρχη, η Γυναίκα του Χωροφύλακα(όλη η καλή κοινωνία)...
Ημέρες, μήνες, πρωινά και σούρουπα αντάρευε η ψυχή μου με τις ανισότητες που ήταν σπαρμένη η μικρή μας κοινωνία.
Ήμουν έτοιμη να παρακολουθήσω για μια ακόμη φορά το παιχνίδι των μεταμορφώσεων τους.
Τα ταψιά τους ξεχείληζαν εως πάνω, με το που είδαν το δικό μου, άρχισαν τα χαχανητά και το κοροίδεμα.
Μα και η Καλημνιά; Αυτή γυναίκα ψαρά ήτανε.
Αναψοκοκκίνησαν τα μάγουλά μου, αλλά ήμουν αποφασισμένη να κοιτάξω τον καθρέφτη με τα μάτια ανοιχτά.
Άφησα το ταψί, και γύρισα σπίτι.
Καρφώθηκα στο ρολόι και μετρούσα ακούνητη δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες.
Μπαίνοντας στον φούρνο με τα ψηστικά στο χέρι,είδα τα πρόσωπα που λίγο πρίν ήταν ξαναμμένα απο τα χαχανητά, σκυνθρωπά και θυμωμένα.
Έτρεξα με αγωνία στον πάγκο και ξεφώνησα από την χαρά μου.
Η βασιλόπιττα μου ,είχε φουσκώσει, είχε φτάσει ως τα χείλη του ταψιού και είχε ένα χρυσοκαστανό χρώμα!
"Αυτή είναι η δικιά μου;
"Ναί -μου πε ο Κωσταντής- και του χρόνου!"
Οι βασιλόπιτες τους είχαν αρπάξει όλες!
Διάβαζα στα ίδια πρόσωπα διαφορετικά πράγματα!
Διέκρινα πιο καθαρά από ποτέ το παιχνίδι σοβαρότητας κι ελαφρότητας, αυθεντικού και δήθεν.
Πήρα το ταψί μου και φουσκωμένη σαν παγώνι, προχώρησα με αργά και μεγαλοπρεπή βήματα προς την έξοδο.

"Μαμαααααά η βασιλόπιτά μουυυυ"
"Εμεινε να χάσκει.
"Σίγουρα παιδί μου δεν μπέρδεψες τα ταψιά;"
"Όχι, δεν το βλέπεις;Είναι παλιό και σημαδεμένο."
Σταυροκοπήθηκε..
"Κάποιο θάμα θα γινε..δόξα το Θεό και του χρόνου λευτερίτσα μου."

Ναι το δικό μας θαύμα.

Το θαύμα που λέει τα δικά του και ψάχνει τρόπους (και άλλα θαύματα)για να βγεί στο φώς κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς.
Και ναι, ο χρόνος θυμάται, τα γράφει όλα με ροζ μολύβια σε άσπρα βότσαλα.
Δεν τα πετάει στην θάλασσα,τα φυλάει.
Τα κάνει καράβια και σπίτια και καρδιές και ιστορίες με θαύματα.