Διονύσης Γ. Γαρμπής: Το Κοργιαλένειο Μουσείο της Κεφαλονιάς, από τη «Χρονοκάψουλα» στο «Μουσείο Πόλης

Δημοσιεύτηκε: Παρασκευή, 12 Σεπτεμβρίου 2025 12:13

Διονύσης Γ. Γαρμπής: Το Κοργιαλένειο Μουσείο της Κεφαλονιάς, από τη «Χρονοκάψουλα» στο «Μουσείο Πόλης

Γράφω αυτό το κείμενο, επειδή πρόσφατα έχει απασχολήσει την επικαιρότητα το θέμα του Κοργιαλενείου Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου. Πιστεύω ότι για ζητήματα πατριδικά και πολιτισμικά, είναι σημαντικό να διατυπώνονται όλες οι σκέψεις, που θα μπορούσαν να οργανώσουν αιτήματα ή να οδηγήσουν σε κάποιες λύσεις. Η συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων και πολιτών είναι οπωσδήποτε κομβικό στοιχείο, για τη διεξαγωγή της αναγκαίας αναλυτικής και συνθετικής συζήτησης προς την κατεύθυνση αυτή. Η ιδιότητα, που προσωπικά με φέρνει πιο κοντά στο συγκεκριμένο ζήτημα, είναι αυτή του ιδρυτικού και διαρκώς ενεργού μέλους του Συλλόγου των Φίλων του Μουσείου.

Το κύριο πρόβλημα είναι, αναμφισβήτητα, η έλλειψη χώρου. Ωστόσο (κατά τη γνώμη μου πάντα, και με σκοπό να διευρύνω αυτή τη συζήτηση), τολμώ να επισημάνω και άλλες δομικές ελλείψεις, συνακόλουθες ή όχι, της κυρίαρχης και καθοριστικής αυτής έλλειψης του χώρου. Η αντίληψη που αποκομίζει ο μέσος επισκέπτης, ίσως και ο μέσος πολίτης αυτού του τόπου, είναι ότι το Μουσείο αποτελεί μια «χρονοκάψουλα», που διασώζει το αστικό περιβάλλον των δύο προηγούμενων αιώνων. Η ασύμμετρη προβολή της αστικής τάξης σε βάρος της λαογραφικής συλλογής, δεν αναδεικνύει τη σύνδεση του τόπου μας με τον μακρύ ιστορικό χρόνο. Ένα τσαπί, για παράδειγμα, της λαογραφικής συλλογής, ίσως θα μπορούσε να συγκινήσει περισσότερο έναν νεαρό επισκέπτη, από όσο τον συγκινεί η θέαση μιας φορεσιάς του 19ου αιώνα. Θα αρκούσε να του επισημάνουμε ότι εκείνο το τσαπί έχει χρησιμοποιηθεί, μέχρι και την γενιά τη δική μας, ως το κύριο εργαλείο για την καλλιέργεια της γης, και ότι εμπεριέχει πολλές χιλιετίες της ανθρώπινης εξέλιξης και ιστορίας: όλο το χρονικό διάστημα από την εποχή της γεωργικής επανάστασης μέχρι τις μέρες μας. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι η συζήτηση αυτή αφορά σε ένα όχι πολύ φωτεινό μουσείο, που δεν μπορεί να προβάλλει το φως, τους ήχους και τις οσμές – διαχρονικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα του τόπου μας. Έχω ακούσει Βρεττανούς να λένε ότι το πρώτο πράγμα που χαίρονται, όταν αποβιβάζονται στο ωραίο μας αεροδρόμιο, είναι ο ήλιος και το φως του νησιού μας, και οι μυρωδιές των θυμαριών του.

Επίσης, το Κοργιαλένειο Μουσείο δεν έχει παρακολουθήσει την καλλιτεχνική και την εν γένει πνευματική εξέλιξη, που σημειώθηκε στον εικοστό αιώνα. Αλλά, ούτε και την εθνική περιπέτεια της ίδιας εποχής. Από τη άποψη αυτή, το Κοργιαλένειο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μουσείο δεξιάς πολιτικής αντίληψης. Αποσιωπά τη μνήμη της δεκαετίας του 1940, κυρίως εκείνη, που οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις εργάστηκαν να εξαλείψουν. Τη μνήμη, που οι σημερινοί ιστορικοί αγωνίζονται να ανακαλέσουν για να αξιοποιηθεί στην ιστορική έρευνα. Πολλά τεκμήρια εκείνης της περιόδου έφυγαν από το νησί και αποθησαυρίστηκαν σε θεματικά μουσεία μεγάλων πόλεων. Επιπλέον το μουσείο δεν είναι συμπεριληπτικό της κοινωνικής εξέλιξης των τελευταίων δεκαετιών: Σήμερα υπάρχει εδώ, κοινωνικά ενσωματωμένος, ένας σημαντικός αριθμός Κεφαλονιτών αλβανικής ή άλλης βαλκανικής καταγωγής. Δεν αποτυπώθηκε κάπου η κοινωνική μεταβολή της ενσωμάτωσής τους και είναι αυτό, επίσης, ένα ζήτημα που αξίζει μια σύγχρονη προσέγγιση. Ένα κινητό τηλέφωνο, λ.χ., με το οποίο μια εργαζόμενη γυναίκα επικοινωνούσε με την οικογένειά της, κάπου στα Βαλκάνια, μπορεί να διατηρεί στη μηχανική του μνήμη μηνύματα χρήσιμα για τον μελλοντικό ερευνητή της ιστορίας των μεταναστεύσεων ή της ιστορίας του συναισθήματος ή της παιδικής ηλικίας ή των διαφυλικών σχέσεων.

Όλα τα παραπάνω δεν αξιώνουν αναγνώριση αυθεντίας, αλλά σημειώνονται ως θέματα προς συζήτηση. Το Μουσείο μας θα άξιζε να εξελιχθεί σε ένα «μουσείο πόλης», με τον προσανατολισμό που ήδη αναφέρθηκε. Το κυρίαρχο πρόβλημα, καθώς είπαμε, είναι η έλλειψη χώρου. Όμως ο χώρος που θα αναζητήσουμε, εξαρτάται από το τι θέλουμε να στεγάσουμε. Υπάρχουν σκέψεις για τη στήριξη της λειτουργίας του Μουσείου στους υφιστάμενους χώρους, που καλύτερα είναι να συζητηθούν στην προσεχή συνέλευση των μελών του Συλλόγου των Φίλων. Εκτός όμως από το εφικτό, οφείλουμε να μιλάμε και για το όραμα, και αυτή είναι η συζήτηση που αξίζει να προηγείται.

Διονύσης Γ. Γαρμπής

MSc Δημόσιας Ιστορίας, Οδοντίατρος