Ένα σπάνιο κεφαλονίτικο ποίημα του 1930 για τον Χρυσόστομο Σμύρνης
Ο Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός παρουσιάζει ένα σπάνιο κεφαλονίτικο ποίημα του 1930 από τα Μακριώτικα Πυλάρου, αφιερωμένο στον κατακρεουργηθέντα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, το οποίο γράφτηκε στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 χρόνια του ελληνικού κράτους και υπό την επίδραση του μνημοσύνου που τελέστηκε στην Κεφαλονιά το 1929. Το ποίημα, διατηρημένο στην αυθεντική του ορθογραφία, υμνεί το μαρτύριο του Χρυσοστόμου, το ταυτίζει με εκείνο του Γρηγορίου Ε΄ και εκφράζει την ελπίδα για δικαίωση του Ελληνισμού.
Διαβάστε αναλυτικά την παρουσίαση του Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού.
Ένα κεφαλονίτικο ποίημα
για τον Χρυσόστομο Σμύρνης,
του Μ. Μ. (Μακρής;)
από τα Μακριώτικα Πυλάρου 21-1-1930 )
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
22-11-2025
Στα 1930, από τον Γενάρη μήνα είχε αποφασιστεί, από την τότε Κυβέρνηση να εορταστούν μεγαλόπρεπα τα 100 χρόνια του Ελληνικού Κράτους (1830-1930). Από την αρχή της χρονιάς αυτής υπήρξε αρκετή δραστηριότητα, επετειακών εκδηλώσεων και εκδόσεων, συλλογικά και ατομικά.
Έτσι, το κάτωθι ποίημα είναι μια προσωπική έκφραση του Μ. Μ., από τα Μακριώτικα Πυλάρου, που υμνεί τον Χρυσόστομο Σμύρνης, μια και ήταν ακόμη νωπή η κατακρεούργησή του από τους Τούρκους. Πιθανόν, ο ποιητής να είχε επηρεαστεί από το μνημόσυνο του Χρυσοστόμου, στις 24-11-1929, που έγινε στην Κεφαλονιά και να εμπνεύστηκε το ποίημα. Ταυτίζει δε, το μαρτύριο του Χρυσοστόμου με αυτό του Γρηγορίου του Ε΄.
Ο δημιουργός του ποιήματος – βλέπει την αλύτρωτη πρωτεύουσα του Ελληνισμού, την Πόλη, τη Βασιλεύουσα του Κόσμου – μέσα από το μεγάλο μαρτύριο του Χρυσοστόμου και ελπίζει…
Είθε ο Χρόνος να δώσει τη λύση… που αναμένεται.!
Στο ποίημα κρατήθηκε η ορθογραφία , ως έχει στο πρωτότυπο.
« Αφιαιρούται εις τον κατακρεουργηθέντα
Μητροπολίτην Σμύρνης Χρυσόστομον »
Θαλασσινά λευκά πουλιά Σμύρνης τ’ ακρογιάλι
το πειό γλυκόλαλο απ’ εσάς με λυγερή φωνή
στον άγιο γέροντα γλυκό κελάδημα να ψάλλη
και να του πη μουρμουρητά θα σηκωθή και πάλιν.
Ξύπνησε άγιε γέροντα με την γλυκιά φωνή
να ψάλης τον εσπερινό στην Άγια Φωτεινή.
Ποιός άλλος τώρα απ’ εσέ το χέρι θα σηκώση
τα τέκνα σου τ’ αγαπητά τ ’αντίδωρο να δώση.
Ποιός άλλος δεύτε λάβεται φως από το κερί του
θα πη με ποιο γλυκιά φωνή ποτέ - ποτέ κανένας
εσύ ήταν μόνον ένας.
Ποιός άλλος κόκκινα αυγά με τον Χριστός Ανέστη
θα σπάση εις την τράπεζα και να του λεν εν στόματι
πως αληθώς Ανέστη.
Το ράσο σου το ξέσχισε η μαύρη καταιγίς
το σώμα σου το άγιο το σύραν καταγής
Τραβάτε εφωνάζανε βάρβαροι πολεμάρχοι
να πνίξουμε και τούτον ωσάν τον Πατριάρχη.
Κοιμήσου άγιε Γέροντα στα άγια χώματά σου
γοργόφτερα και πεταχτά μια μέρα τα παιδιά σου
στο μνήμα σου θα τρέξουνε και τ’ άγια κόκκαλά σου
μαζύ μ’ αυτά θα πάρουνε και τ’ άγια ιερά σου
Στην Πόλι θα μεταφερθούν τσ’ άγιάς Σοφιάς την Πύλη
εκεί χρυσό ακοίμητο θα ανάψουμε καντήλυ.
Με δυο φωτεινότατες φωνές ωσάν αστέρες
να φέγγουνε παντοτεινά στους δυο μας πατέρες
(Κρατήθηκε η ορθογραφία ως έχει στο πρωτότυπο




















