Έσβησε σε φυλακή των ΗΠΑ o περιβόητος "Σακαφλίας" - Ποιός ήταν ο νονός της Νέας Υόρκης Σπύρος Βελέντζας
Ποιος ήταν ο "Σακαφλιάς" της Greek Mafia που έσβησε σε φυλακή των ΗΠΑ - Η ζωή, η δράση και το τέλος του "νονού" της Νέας Υόρκης
Σε ηλικία 90 ετών, απεβίωσε ο Σπύρος Βελέντζας, γνωστός και ως «Σακαφλιάς», ένα από τα κορυφαία μέλη της ελληνικής μαφίας στη Νέα Υόρκη τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Ο Βελέντζας διατηρούσε στενή φιλία με τον διαβόητο Τζον Γκότι, τον επονομαζόμενο «αρχηγό των αρχηγών» της οικογένειας Γκαμπίνο. Παρότι ανήκαν σε διαφορετικές εγκληματικές οργανώσεις, η φιλία τους ήταν γνωστή στους κύκλους του υποκόσμου. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Βελέντζας ήταν παρών σε συζητήσεις όπου ο Γκότι έλεγε: «Δεν λέω ποτέ ψέματα γιατί δεν φοβάμαι κανέναν. Λέω ψέματα μόνο όταν φοβάμαι».
Ο «Σακαφλιάς» έλεγχε διάφορες περιοχές της Νέας Υόρκης μέσω ενός δικτύου που ασχολούνταν με τοκογλυφία, εκβιασμούς και παράνομο τζόγο. Αν και δεν παραδέχτηκε ποτέ την εμπλοκή του σε μια δολοφονία για την οποία καταζητούνταν, συνελήφθη το 1990 και παρέμεινε στη φυλακή μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο θάνατός του δεν έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, σε αντίθεση με τα χρόνια της δράσης του, όπου το όνομά του εμφανιζόταν συχνά στις εφημερίδες. Η επίσημη αιτία θανάτου δεν ανακοινώθηκε, αλλά η προχωρημένη ηλικία του και τα πολλά χρόνια εγκλεισμού δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για ερωτηματικά σχετικά με την υγεία του.
Η ζωή του Σπύρου Βελέντζα
Η ιστορία του Σπύρου Βελέντζα ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν σε ηλικία 14 ετών, φτάνει με την οικογένειά του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Βοστόνη, όπου ο πατέρας του άνοιξε εστιατόριο για να προσφέρει μια καλύτερη ζωή στην οικογένειά του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1950, πούλησαν το εστιατόριο και μετακόμισαν στην Αστόρια του Κουίνς, γνωστή και ως η «μικρή Ελλάδα» της Νέας Υόρκης. Εκεί, ο πατέρας του συνέχισε να εργάζεται τίμια, ανοίγοντας ξανά ένα εστιατόριο.
Ο νεαρός όμως Σπύρος είχε διαφορετικά όνειρα. Αδιαφορώντας για τις αξίες του πατέρα του, στράφηκε στον κόσμο του εγκλήματος. Με την καθοδήγηση του Πήτερ «Pete the Greek» Κουράκου, τότε αρχηγού της ελληνικής μαφίας, άνοιξε ένα καφενείο που σύντομα έγινε κέντρο παράνομου τζόγου. Το μπαρμπούτι και τα χαρτιά προσέλκυαν τους ομογενείς και τα χρήματά τους. Ο Σπύρος δεν ήταν μόνο ιδιοκτήτης, αλλά και προσωπικός οδηγός του Κουράκου, αφήνοντας τον μικρότερο αδελφό του, Τζίμη, να διαχειρίζεται το μαγαζί.
Η έντονη οικονομική δραστηριότητα στο καφενείο δεν άργησε να τραβήξει την προσοχή της ιταλικής μαφίας. Η οικογένεια Lucchese ζήτησε μερίδιο από τα κέρδη. Ο Βελέντζας συμφώνησε και, σε αντάλλαγμα, εξασφάλισε την προστασία τους. Από εκεί και πέρα, κανείς δεν μπορούσε να πειράξει τον Σπύρο ή την ελληνική μαφία χωρίς την έγκριση των Ιταλών.
Η στενή σχέση με τον Τζον Γκότι
Στα 30 του χρόνια, ο Βελέντζας, ή «Σακαφλιάς» όπως ήταν το παρατσούκλι του, γνώρισε τον Τζον Γκότι, που τότε ήταν ακόμα απλός “στρατιώτης” της οικογένειας Gambino. Παρά τις διαφορετικές τους φαμίλιες, η φιλία τους κράτησε για πολλά χρόνια. Όταν ο «Pete the Greek» πέθανε, ο Βελέντζας πήρε τη θέση του. Με την υποστήριξη της οικογένειας Lucchese, έγινε ο απόλυτος ηγέτης της ελληνικής μαφίας. Οργάνωσε τις δραστηριότητές του με τέτοιο τρόπο που αποδείχθηκε όχι μόνο αδίστακτος, αλλά και κερδοφόρος για τους Ιταλούς συμμάχους του. Κάθε μήνα τους έδινε 10.000 δολάρια από τις επιχειρήσεις του, αν και το συνολικό κέρδος του ήταν πολύ μεγαλύτερο. «Τα λεφτά είναι πάντα ευπρόσδεκτα, ακόμα κι όταν έρχονται σε μαύρες σακούλες», έλεγε συχνά.
Το καφενείο του στην Αστόρια παρέμεινε στέκι τόσο του ίδιου όσο και του Γκότι, με το χαρτί να είναι κοινό τους πάθος. Παράλληλα, ο Σπύρος επέκτεινε τις δραστηριότητές του: παράνομες λέσχες, τοκογλυφία, εστιατόρια, φούρνοι, ταξιδιωτικά γραφεία. Η συμμορία του έφτασε τα 40 άτομα. Αν και η ελληνική μαφία δεν είχε την αυστηρή ιεραρχία της ιταλικής, ο Βελέντζας ήταν ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός. «Ήμουν, με τον τρόπο μου, ο βασιλιάς των Ελλήνων», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του το 1994. «Με ήξεραν όλοι, έδινα τις εντολές και ήμουν το αφεντικό της Αστόρια. Έκανα δουλειές στις κατασκευές, άνοιξα εστιατόρια, ενεχυροδανειστήρια — αλλά τα πολλά λεφτά τα έβγαλα από τον τζόγο. Τα έχασα όμως όλα στον ιππόδρομο».
Ο ιππόδρομος ήταν η μεγάλη του αδυναμία. Όταν δεν στοιχημάτιζε περιουσίες στα άλογα, επισκεπτόταν το Μπρούκλιν και τη Μικρή Ιταλία για να δειπνήσει με φίλους όπως ο Γκότι, ο Σάμι «The Bull» Γκραβάνο και ο Fat Pete Chiodo, μέλος της Lucchese και ανώτερός του στην ιεραρχία. Αν και συνελήφθη αρκετές φορές για διάφορα εγκλήματα (λαθρεμπόριο, κλοπές, φοροδιαφυγή), κατάφερνε πάντα να ξεφεύγει.
Ακόμα και στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν έπεσε σε ενέδρα εκτελεστών κοντά στο σπίτι του, αντέδρασε γρήγορα, ανταπέδωσε τα πυρά και τραυματίστηκε ελαφρά. Η επίθεση αποδόθηκε στην οικογένεια Gambino, επειδή ο Βελέντζας είχε ανοίξει παράνομη λέσχη σε «ξένο» έδαφος. Αν και ο Γκότι ήταν πλέον ο αρχηγός, διέταξε τη δολοφονία του Βελέντζα, θεωρώντας την πράξη του προδοσία. Ωστόσο, αποδείχτηκε ότι ο Σπύρος είχε παραπλανηθεί από τον Fat Pete και δεν είχε πρόθεση να επεκταθεί σε άλλη περιοχή. Ζήτησε συγγνώμη και το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν.
Στη δεκαετία του ’80, ο Σπύρος Βελέντζας παρέμεινε ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της μαφίας στη Νέα Υόρκη. Κρατούσε χαμηλό προφίλ, σε αντίθεση με τον Γκότι που απολάμβανε τη χλιδή και τη δημοσιότητα. Όλα άλλαξαν το 1988. Στις 26 Οκτωβρίου, ο Βελέντζας είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον Sammy Nalo, έναν γνωστό ληστή κοσμημάτων. Είχαν κανονίσει συνάντηση στο ταξιδιωτικό γραφείο Olympic Travel στην Αστόρια, αλλά ο Σπύρος τελικά δεν πήγε και μίλησαν στο τηλέφωνο. Ξαφνικά, ακούστηκαν τέσσερις πυροβολισμοί. Ο Nalo δέχθηκε επίθεση μέσα στο γραφείο και πέθανε λίγα λεπτά αργότερα. Πριν ξεψυχήσει, πρόλαβε να πει στους αστυνομικούς: «Ο Spiro το έκανε».
Η μαρτυρία αυτή δεν ήταν αρκετή για να τον καταδικάσουν και ο Βελέντζας αθωώθηκε. Όμως τέσσερα χρόνια μετά, το παρελθόν τον πρόλαβε — και αυτή τη φορά ο εχθρός προερχόταν από μέσα. Ο Fat Pete Chiodo, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του από την οικογένεια Lucchese επειδή τον θεώρησαν προδότη, επιβίωσε και μπήκε σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Άρχισε να «δίνει» ονόματα στο FBI και αποκάλυψε τις δραστηριότητες της μαφίας της Νέας Υόρκης, καίγοντας και τον παλιό του φίλο, Σπύρο. Τον κατονόμασε ως τον άνθρωπο που είχε δώσει την εντολή για τη δολοφονία του Nalo, ισχυριζόμενος ότι το θύμα είχε ζητήσει μερίδιο από τις δουλειές του.
Ο Βελέντζας από την πλευρά του υποστήριξε ότι δεν είχε καμία ανάμειξη και ότι ο Nalo δολοφονήθηκε κατόπιν εντολής του Chiodo, λόγω ενός απλήρωτου χρέους 100.000 δολαρίων για τζόγο. Το 1992, ο Βελέντζας δικάστηκε για τοκογλυφία, παράνομο τζόγο και εκβιασμούς. Ομολόγησε την ενοχή του και έλαβε μια ελαφριά ποινή οκτώ ετών. Όταν του ζητήθηκε να παραδεχθεί και την κατηγορία για τη δολοφονία Nalo, αρνήθηκε, ελπίζοντας ότι σε μια νέα δίκη θα αποδείξει την αθωότητά του. Έκανε λάθος. Τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια. Μαζί του στη φυλακή οδηγήθηκαν και δύο από τους πιο στενούς συνεργάτες του: ο Πίτερ Ντρακούλης και ο Τέντι «The General» Πολιτσιάδης.
INKEFALONIA NEWSROOM

















