Ο ΜΙΚΥ ΜΑΟΥΣ δεν μένει πια εδώ

Τελευταία ενημέρωση: Σάββατο, 07 Σεπτεμβρίου 2013 11:39

Ο ΜΙΚΥ ΜΑΟΥΣ δεν μένει πια εδώ

Προ ημερών, ο εκδότης Χρήστος Τερζόπουλος ανακοίνωσε ότι οι χάρτινες εκδοχές του διάσημου ήρωα διακόπτουν την κυκλοφορία τους στην Ελλάδα. Η ιστορία του δημοφιλέστερου τρωκτικού του πλανήτη όμως είναι τόσο μακρά, το σύμπαν του τόσο μεγάλο και επιδραστικό, που μοιάζει αδύνατον να ξεχαστεί, είτε από φίλους είτε από εχθρούς


Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Γουόλτ Ντίσνεϊ εμπνεύστηκε τη δημιουργία του πιο γνωστού ποντικού της υφηλίου έπειτα από τις τακτικές επισκέψεις ενός ολοζώντανου συγγενούς του στο σχεδιαστήριό του στο Κάνσας Σίτι.  

Σύμφωνα με μια άλλη, η ιδέα τού κατέβηκε στο βαγόνι ενός τρένου, αρχές του 1928, όταν ταξίδευε για δουλειές, εν μέσω αναποδιών: πρόσφατα είχε χάσει τα εμπορικά δικαιώματα ενός άλλου ήρωα, με το όνομα Οσβαλντ ο Τυχερός Λαγός, από τον Τσαρλς Μιντζ των Universal Studios, στον οποίο είχαν αποσκιρτήσει και αρκετοί συνεργάτες του. Ο Ντίσνεϊ θα γινόταν τότε προσεκτικότερος, αλλά και θα στρωνόταν στη δουλειά με όσους σχεδιαστές του είχαν απομείνει. Το πρωτοπαλίκαρό του, ο Ουμπ Αϊβερκς, θα υλοποιούσε την ιδέα με τρόπο που άρεσε στον Γουόλτ. Το πρώτο όνομα που θα σκέφτονταν ήταν το Μόρτιμερ, η κυρία Ντίσνεϊ όμως είχε ενστάσεις. Το έβρισκε κάπως πομπώδες και κάπως έτσι επιλέχθηκε το Μίκι Μάους.
Μετά τη 18η Νοεμβρίου 1928, την επίσημη ημερομηνία γέννησής του με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη ομιλούσα ταινία κινουμένων σχεδίων, το «Steamboat Willie», η επιτυχία του Μίκι ήταν άμεση. Δεν ήταν μόνο οι διθύραμβοι των «Νιου Γιορκ Τάιμς» που μαγνήτισαν το ενδιαφέρον των εκδοτών, ήταν και το κοινό που δεν θέλησε και πολύ για να αγαπήσει τον νέο ήρωα. Ετσι, τον Ιανουάριο του 1930 οι αμερικανικές εφημερίδες κυκλοφόρησαν με το πρώτο στριπ του Μίκι Μάους στις σελίδες τους, σχεδιασμένο και αυτό από τον Αϊβερκς. Σύντομα, τη σκυτάλη - την πένα τέλος πάντων - ανέλαβε ο Φλόιντ Γκόντφρεντσον και την κράτησε 45 χρόνια. Σε αυτά, ο Μίκι απέκτησε λίγο περισσότερη ωριμότητα, περιεβλήθη από λίγο περισσότερο ρεαλισμό, γνώρισε όμως και πολλούς φίλους ή αντιπάλους του: τον σκύλο του Πλούτο, την καλή του Μίνι, τον Οράτιο το άλογο, την Κλάραμπελ την αγελάδα, τον μεγάλο ανταγωνιστή του Μαύρο Πιτ, τον φιλαράκο του Γκούφι.
 
Ζητώντας σήμερα από έναν γνώστη των κόμικς της Ντίσνεϊ και συγγραφέα πολλών άρθρων στοελληνικό περιοδικό «ΚΟΜΙΞ» να περιγράψει τους λόγους που έκαναν στη συνέχεια τον Μίκι τόσο δημοφιλή, ο Δημήτρης Δημακόπουλος θα πει ότι «με δυο λόγια, έγινε αγαπητός σε όλο τον κόσμο, απλώς και μόνον επειδή είναι ένας άκρως συμπαθητικός τυπάκος». Θα δώσει όμως τον λόγο και στον ίδιο τον Γκόντφρεντσον, παραθέτοντας απόσπασμα από κείμενο του σχεδιαστή. Εγραφε ο Γκόντφρενστον το 1978: «Ο Μίκι Μάους είναι ένας ηθοποιός. Και ως ηθοποιός μπορεί να κάνει τα πάντα, να παίξει κάθε ρόλο. Μερικές φορές είναι ταπεινός και μετρημένος και μπορεί να φανεί ντροπαλός και αφελής. Οταν όμως το απαιτούν οι περιστάσεις είναι επινοητικός, έξυπνος, ζόρικος και γενναίος όπως οποιοσδήποτε υπερήρωας. Στην αρχή, η προσωπικότητά του ήταν μάλλον απλή και περιορισμένη, διευρύνθηκε όμως και έγινε πιο ώριμη και εξεζητημένη. Φυσικά, όντας ηθοποιός, η προσωπικότητά του αναπτύχθηκε και έγινε πιο δυναμική όταν συμμετείχε σε πιο περιπετειώδεις και σύνθετες ταινίες. Πίσω από όλα αυτά όμως ήταν πάντοτε ο εαυτός του, είχε πάντοτε την ίδια ζεστή και γοητευτική προσωπικότητα που κέρδιζε τη συμπάθεια».
 
Είτε για αυτούς, είτε για άλλους λόγους, ο Μίκι γρήγορα κέρδιζε όλο και περισσότερες καρδιές, ανάμεσά τους πάμπολλες ευρωπαϊκές και δη ιταλικές. Η «ιταλική σχολή της Ντίσνεϊ», με εκπροσώπους του μεγέθους των Ρομάνο Σκάρπα, Τζόρτζιο Καβατζάνο, Τζοβάν Μπατίστα Κάπρι, έκανε τα πρώτα βήματά της ήδη από τη δεκαετία του '30 και έφτασε να δημοσιεύεται σε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές ή αμερικανικές εκδόσεις. Ο Μίκι για τους Ιταλούς λεγόταν και λέγεται Τοπολίνο, σημασία όμως είχε και έχει ο χαρακτήρας του: από σκανταλιάρης, ταξιδιάρης, ερωτιάρης, αλλά και ανοιχτόκαρδος ή διψασμένος για περιπέτεια, ο Μίκι θα γινόταν πιο θετικός, πιο αισιόδοξος. Δεν σταμάτησε τα ταξίδια ή τις περιπέτειες, σταδιακά όμως τον έβρισκες όλο και πιο συχνά στη γενέτειρά του, το Μίκι Σίτι. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, φυσικά και είχε αντιμετωπίσει θαρραλέα τις δυνάμεις του Αξονα, με το βάρος της πατριωτικής προπαγάνδας να πέφτει κυρίως στις πλάτες του Ντόναλντ, παρότι σύμφωνα με έναν μύθο ο Γιόζεφ Γκέμπελς τροφοδοτούσε στο παρελθόν τον Φύρερ με ταινιάκια του ποντικού. Στον Ψυχρό Πόλεμο τέθηκε και υπό τις υπηρεσίες της Αστυνομίας, λύνοντας αρκετά μυστήρια και συλλαμβάνοντας κακοποιούς μαζί με τον επιθεωρητή Ο' Χάρα.
 
Οι ψίθυροι για τον ενδεχόμενο αντισημιτισμό ή ρατσισμό τού «πατέρα» του δεν φαίνεται να τον πτόησαν. «Ιδίως στις παλιότερες ιστορίες του Μίκι, όπως αυτές που περιλαμβάνονται στον τόμο "Ο Μίκυ Μάους στην Κοιλάδα του Θανάτου"», εξηγεί ο Δημακόπουλος, «μπορεί να βρει κανείς κάποια ενοχλητικά στερεότυπα. Νομίζω όμως ότι όλα αυτά καθρεφτίζουν περισσότερο το κλίμα της εποχής και την ανωριμότητα των δημιουργών, παρά τις πεποιθήσεις τους. Οι περίφημες κατηγορίες περί ρατσισμού ή αντισημιτισμού, μάλλον αντανακλούν περισσότερο τις εμμονές όσων τις διατυπώνουν.
 
Για μια περίοδο, ο Ντίσνεϊ ήταν από τους ελάχιστους μη εβραίους παραγωγούς του Χόλιγουντ. Το δεξί του χέρι στο μάρκετινγκ όμως, ο Κέι Κέιμεν, ήταν Εβραίος. Και τέλος πάντων, εκείνη την εποχή έκαναν και λίγο "πλάκα". Χοντροκομμένη πλάκα, ναι. Κακόγουστη, ναι. Αλλά όχι ρατσιστική».
 
Οπως και να 'χει, στην Ελλάδα η χάρτινη εκδοχή του Μίκι, έπειτα από λίγες μεμονωμένες εμφανίσεις τη δεκαετία του '30 και λίγο περισσότερες τη δεκαετία του '50 στο περιοδικό «Γέλιο και χαρά» των εκδόσεων Πεχλιβανίδη, μπήκε σε δυναμική τροχιά όταν οι εκδόσεις Τερζόπουλος αγόρασαν τα δικαιώματα και κυκλοφόρησαν την Παρασκευή 1η Ιουλίου 1966 το πρώτο ιστορικό τεύχος του περιοδικού «Μίκυ Μάους». Είχε τίτλο «Στις πηγές των Μογγόλων», από την ομώνυμη ιστορία του Ρομάνο Σκάρπα, κόστιζε 3 δραχμές για 52 σελίδες, ενώ το εξώφυλλό του κοσμούσε ένα σχέδιο του Πολ
 
Μέρι, με τον Μίκι να κουβαλά μια βαλίτσα στο αριστερό χέρι του και τον Πλούτο στο δεξί. Από τότε, καμία Παρασκευή δεν ξημέρωσε χωρίς το περιοδικό στα περίπτερα. Ακόμα και εκείνη της 21ης Απριλίου 1967. Την αμέσως επόμενη εβδομάδα ωστόσο, διηγείται ο Δημακόπουλος, «αφαιρέθηκε το στέμμα που φορούσε ο Μίκι και στην ιστορία και στο σκίτσο του Τζοβάν Μπατίστα Κάρπι στο εξώφυλλο». Ακόμη και ο τίτλος, αντί για «Ο Βασιλιάς της Δύσεως» που ήταν στην πραγματικότητα, μεταφράστηκε «Ο Ηρωας της Δύσεως». «Οπως μου είχε πει κάποτε ο Χρήστος Τερζόπουλος», συνεχίζει ο Δημακόπουλος, «στα χρόνια της δικτατορίας υπέβαλλαν όλα τα περιοδικά στη στρατιωτική λογοκρισία. Θα ήθελα πάρα πολύ να είχα δει έναν ένστολο να διαβάζει το Μίκι Μάους, όχι σε στιγμές λούφας, αλλά στα πλαίσια των καθηκόντων του».
 
Μεγαλύτερη σημασία μάλλον είχε το γεγονός ότι οι μικροί έλληνες αναγνώστες μπορούσαν πλέον να γνωρίσουν τις ιστορίες του Καρλ Μπαρκς (του «Χανς Κρίστιαν Αντερσεν των κόμιξ», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Γουίλ Αϊσνερ) και τις περιπέτειες των ηρώων της Λιμνούπολης - του Ντόναλντ, των Χιούι, Λιούι και Ντιούι, του Σκρουτζ ή της Μάτζικα ντε Σπελ, των Μουργόλυκων, του Σούπερ Γκούφι, της γιαγιάς Ντακ, του Ητα-Βήτα ή του Κύρου Γρανάζη - και σχεδόν να ακούσουν ζωντανά τα «γλουπ», «σμπαρακουάκ», «κλαψ-λυγμ» και τα άλλα επιφωνήματά τους. Στις αρχές της δεκαετίας του '80, το Μίκι Μάους είχε κυκλοφορία λίγο πάνω από 110.000 αντίτυπα, κάτι που σήμαινε ότι τα μισά παιδιά της εποχής το απολάμβαναν ή ότι σήμερα σχεδόν όλοι οι ενήλικοι το έχουν διαβάσει έστω από μία φορά. Τον Νοέμβριο του 2004 γιόρτασε τα 2.000 τεύχη του με έκθεση σχεδίων του Μπαρκς και επίσκεψη του επίσης θρυλικού σχεδιαστή και σεναριογράφου Ντον Ρόσα. Ο Δημακόπουλος, βέβαια, παρατηρεί ότι τουλάχιστον από τη δεκαετία του '90 και έπειτα «το κοινό δεν ήταν ποτέ αποκλειστικά παιδικό. Το γιατί, το ξέρουν καλύτερα όσοι από τους αναγνώστες δεν σταμάτησαν να διαβάζουν αυτά τα περιοδικά όταν ενηλικιώθηκαν. Για εμάς, τους ανθρώπους που τα φτιάχναμε, η μεγάλη πρόκληση ήταν να πετύχουμε αυτήν ακριβώς την παράξενη ισορροπία: να φτιάξουμε περιοδικά για παιδιά, που να μη φαντάζουν παιδαριώδη στους ενηλίκους».
Ειδικά με την κυκλοφορία του «ΚΟΜΙΞ» το 1988, αλλά και του «Αλμανάκο» το 1990, αρχίζει - κατά τη γνώμη του Δημακόπουλου - μια καινούργια περίοδος στην ιστορία του ντισνεϊκού κόμικς στην Ελλάδα. Η καινούργια συντακτική ομάδα που σχηματίστηκε και ο μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες διευθυντής σύνταξης Στέλιος Νικολάου ανέλαβαν να συνεχίσουν ιστορικούς τίτλους («Μίκι Μάους», «Μεγάλο Μίκι», «Κλασικά») και να δημιουργήσουν καινούργιους, όπως το «Αλμανάκο». «Η πιο σημαντική προσφορά αυτών των περιοδικών στην ντόπια σκηνή των κόμικς», συνεχίζει, «ήταν η ποιότητά τους σε σχέση με τα δεδομένα κάθε εποχής. Νομίζω ότι έχουμε συμβάλει αρκετά στη διαμόρφωση μιας πιο απαιτητικής αναγνωστικής κουλτούρας, αυτό όμως είναι κάτι που θα το κρίνουν οι αναγνώστες».
 
Οχι ότι δεν υπήρξαν παγκοσμίως και εκείνοι που άσκησαν κριτική στον κόσμο του Μίκι ή είδαν στο πρόσωπό του μια φιγούρα εντελώς φαιδρή. Το βιβλίο «Ντόναλντ ο απατεώνας, ή η διήγηση του ιμπεριαλισμού στα παιδιά», δημοσιευμένο το 1972 από τους Χιλιανούς Αρμάν Ματλάρ και Αριελ Ντόρφμαν, ήταν μια από τις πρώτες κριτικές του λεγόμενου «πολιτιστικού ιμπεριαλισμού», που θα αποκτούσε αρκετούς εχθρούς ή φίλους. Στον «Νονό 2», ο Φρέντο Κορλεόνε διαμαρτύρεται γιατί η οικογένειά του τού ανέθετε ασήμαντες δουλειές, όπως το να διοικεί «κάποιο "Μίκυ Μάους" νάιτ κλαμπ στην άκρη του πουθενά». Η Μάργκαρετ Θάτσερ λέγεται ότι κάποτε χαρακτήρισε υποτιμητικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, «Κοινοβούλιο του Μίκι Μάους», ενώ το σατιρικό, διάρκειας ενός λεπτού βίντεο «Mickey Mouse in Vietnam», διάσημο στο αμερικανικό αντεργκράουντ το 1969, απεικόνιζε τον ποντικό να αποβιβάζεται στο Βιετνάμ και να σκοτώνεται.
 
Για τους θαυμαστές του, μάλλον δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ. Την αιτία την εξηγούσε ο Γκόντφρεντσον στη συνέχεια εκείνου του κειμένου: «Νομίζω ότι ο λόγος είναι εκείνος που έδωσε ο ίδιος ο Γουόλτ σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις του: "Εχω προσπαθήσει συχνά να καταλάβω γιατί ο Μίκι κατάφερε να γοητεύσει ολόκληρο τον κόσμο. Ολοι έχουν προσπαθήσει να το εξηγήσουν και, απ' όσο γνωρίζω, κανείς δεν τα έχει καταφέρει. Είναι ένας μάλλον συμπαθητικός τύπος, που δεν κάνει ποτέ κακό σε κανέναν, που μπλέκει σε μπελάδες χωρίς να φταίει ο ίδιος, πάντα όμως καταφέρνει να τα βγάλει πέρα χαμογελώντας. Εχει μείνει πιστός σε μόνο ένα κορίτσι, τη Μίνι, για όλη του τη ζωή. Ο Μίκι είναι τόσο απλός και ανεπιτήδευτος, είναι τόσο εύκολο να τον καταλάβετε, που δεν μπορείτε παρά να τον συμπαθήσετε!"».
 
TA NEA



ΠΙΟ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

00 inkefalonia general ad 300X250